- τρεισκαιδεκώρυγος
- τρεισκαιδεκ-ώρῠγος, ον,A of thirteen fathoms, prob. l. for -δεκόργυιος in Thphr.HP5.8.1: cf. τριώρυγος:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρεισκαιδεκώρυγος — και τρισκαιδεκώρυγος, ον, Α αυτός που αποτελείται από δεκατρείς οργιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β συνθετικό η λ. ὀργυιά* (πρβλ. πεντ ώρυγος)] … Dictionary of Greek
τρισκαιδεκώρυγος — ον, Α βλ. τρεισκαιδεκώρυγος … Dictionary of Greek